-
1 площадь
площадьж1. (пространство) ἡ ἐπιφάνεια, ὁ χῶρος, ἡ ἔκταση / мат τό ἐμβαδόν:жилая \площадь ὁ κατοικήσιμος χώρος· посевная \площадь ἡ σπαρμένη ἐπιφάνεια, οἱ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις· \площадь кру́га τό ἐμβαδόν τ<Λ5 κύκλου·2. (место) ἡ πλατεία:базарная \площадь ἡ πλατεία τής ἀγοράς, ἡ ἀγο-ρά Кра́сная \площадь ἡ Κόκκινη πλατεία. -
2 широко
широконареч πλατειά, φαρδειά, εὐρέως, σαφώς, διαρρήδην:смотреть \широко раскрытыми глазами κοιτάζω μέ ὁρθάνοιχτα μάτια· \широко улыбаться χαμογελώ πλατειά· ◊ \широко смотреть на вещи ἐξετάζω τά πράγματα πλατειά· \широко жить κάνω πολυέξοδη ζωή. -
3 площадь
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. πλατεία•красная площадь в Москве η Κόκκινη πλατεία της Μόσχας•
рыночная (базарная) площадь η πλατεία της αγοράς ή του παζαριού.
2. επιφάνεια, έκταση, χώρος•посевные -и σπαρμένες ή καλλιεργημένες εκτάσεις•
жилая площадь κατοικήσιμος (οικοδομήσιμος) χώρος.
|| εμβαδόν•площадь круга εμβαδόν του κύκλου.
-
4 партер
1. (нижний этаж зрительного зала) η πλατεία (θεάτρου, κινηματογράφου κ.λπ.) 2. (открытая часть парка или сада) η πλατεία (του άλσους κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партер
-
5 красный
красный κόκκινος, ερυθρός ◇ Красная площадь η Κόκκινη Πλατεία* * *κόκκινος, ερυθρός••Кра́сная пло́щадь — η Κόκκινη Πλατεία
-
6 партер
-
7 площадь
площадь ж 1) η πλατεία 2) (поверхность ) η επιφάνεια- η έκταση (пространство)* * *ж1) η πλατεία2) ( поверхность) η επιφάνεια; η έκταση ( пространство) -
8 сквер
-
9 тупоносый
тупоносыйприл μέ πλατειά μύτη:\тупоносый сапо́г ἡ μπότα μέ πλατειά μύτη. -
10 зал
η αίθουσαвыставочный - εκθέσεων, εκθεσιακή -гимнастический - γυμναστικής, το γυμναστήριοмашинный тех. - το μηχανοστάσιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зал
-
11 напильник
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > напильник
-
12 площадь
1. (пространство земли, предназначенное для чего-л или занимаемое чем-л) о χώρος, η έκταση, η επιφάνειαполезная - (в доме квартире) χρήσιμος -, κατοικίσιμος -посевная - της σποράς, производственная - παραγωγής (του εργοστασίου)2. тех. η επιφάνεια, η έκτασηлобовая - ав. μετωπική -3. (напр. города или села) η πλατεία 4. мат. το εμβαδόνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадь
-
13 называться
ονομάζομαι, λέγομαιкак называ́тьсяется э́та пло́щадь? — πώς ονομάζεται αυτή η πλατεία
••так называ́тьсяемый — ο λεγόμενος…
-
14 базарный
базар||ныйприл τής ἀγορᾶς, ἀγοραίος, τοῦ παζαριοῦ, παζαρήσιος:\базарныйная площадь ἡ πλατεία τής ἀγορᾶς; \базарныйный день (ἡ)μέρα παζαριοῦ; ◊ \базарныйная брань τό χυδαίο ὑβρεολόγιο. -
15 зал
залм ἡ αίθουσα, ἡ σάλα:актовый \зал ἡ αίθουσα τελετών· \зал ожидания ἡ αίθου· σα ἀναμονής· зрительный \зал ἡ αίθουσα, ἡ πλατεία (θεάτρου κ.λ.π.)· гимнастический \зал ἡ αίθουσα γυμναστικής, τό γυμναστήριο· читальный \зал τό ἀναγνωστήριο[ν]. -
16 заполнитьяться
заполнить||ятьсяγεμίζω (άμβτ.):площадь \заполнитьятьсяяется народом ἡ πλατεία γεμίζει κόσμο. -
17 зрительный
зритель||ныйприл1. ὁπτικός, ὁρατικός:\зрительныйный нерв τό ὁπτικό νεῦρο· \зрительныйная память ἡ ὁπτική μνήμη· 2.:\зрительныйный зал ἡ αίθουσα, ἡ πλατεία -
18 круг
кругм в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα. -
19 обвести
обвестисов см. обводить· \обвести глазами (взглядом) περιφέρω τό βλέμμα μου· \обвести рукой κάνω πλατειά χειρονομία· ◊ \обвести кого́-л. вокру́г пальца (обмануть) τυλίγω κάποιον, ἐξαπατώ κάποιον. -
20 отклик
откликм1. (ответ) ἡ ἀπάντηση [-ις], ἡ ἀπόκρηση·2. (отзвук, эхо) ἡ ἀντήχηση [-ις], ὁ ἀντίλαλος·3. перен (сочувствие) ἡ ἀπήχηση [-ις]·4. (отзыв в печати и т. ἡ.) ὁ ἀντίκτυπος, ἡ ἀπήχηση [-ις]; э́то событие нашло широкий \отклик τό γεγονός αὐτό είχε πλατειά ἀπήχηση.
См. также в других словарях:
πλατεία — πλατεία, η και πλατέα, η 1. επίπεδη έκταση στη μέση του χωριού ή σε πόλη: Στην πλατεία στήθηκε χορός. 2. χώρος των θεατών μπροστά από τη σκηνή θεάτρου: Στην πλατεία δεν έχει θέσεις πάντοτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατεῖα — fem nom/voc sg πλατεῖον tablet neut nom/voc/acc pl πλατύς wide fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατεία — πλατεί̱ᾱ , πλατεῖα fem nom/voc/acc dual πλατείᾱ , πλατύς wide fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατείᾳ — πλατεί̱ᾱͅ , πλατεῖα fem dat sg (attic doric aeolic) πλατείᾱͅ , πλατύς wide fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατεία — I Oνομασία πολλών μικρών νησιών του Αιγαίου. Οφείλεται στο πλατύ σχήμα τους. 1. Ένα από τα νησιά της συστάδας των Διαπορίων του Σαρωνικού. 2. Νησί κοντά στην Αίγινα. 3. Νησί κοντά στη Χίο, η αρχαία Πηλούς. 4. Νησί στο βορειοανατολικό άκρο της… … Dictionary of Greek
Πλατειά Άμμος — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κυθήρων, της νομαρχίας Πειραιώς … Dictionary of Greek
Κόκκινη Πλατεία — Ιστορική πλατεία της Μόσχας. Βλ. λ. Μόσχα … Dictionary of Greek
πλατειάσαι — πλατειά̱σᾱͅ , πλατειάζω slap with the flat hand fut part act fem dat sg (doric) πλατειάζω slap with the flat hand aor inf act πλατειάσαῑ , πλατειάζω slap with the flat hand aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατεῖαι — πλατεῖα fem nom/voc pl πλατύς wide fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατεῖαν — πλατεῖα fem acc sg πλατύς wide fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek